εὐφυεστάτη

εὐφυεστάτη
εὐφυής
well-grown
fem nom/voc superl sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • Μπάτλερ, Σάμουελ — (Samuel Butler, Λάνγκα, Νότιγχαμσαϊρ 1835 – Λονδίνο 1902). Άγγλος συγγραφέας. Γιος αγγλικανού πάστορα, αρνήθηκε να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του πατέρα του, την οποία είχε αρχίσει, και πήγε στη Ν. Ζηλανδία όπου έκανε τον κτηνοτρόφο. Το 1864… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”